en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Lust (λαγνεία)
  • Interpretations

Lust (λαγνεία)

προσ - πτυχ

  • πρός
  • πρός
  • προσάββατον
  • προσαγγέλλω
  • προσαγορεύω
  • προσάγω
  • προσαιτέω
  • προσαναβαίνω
  • προσανάβασις
  • προσαναλέγω
  • προσαναπαύω
  • προσαναπληρόω
  • προσανατρέπω
  • προσαναφέρω
  • προσανοικοδομέω
  • προσαξιόω
  • προσαποθνῄσκω
  • προσαπόλλυμι
  • προσαποστέλλω
  • προσαπωθέω
  • προσαρτίως
  • προσβαίνω
  • προσβάλλω
  • πρόσβασις
  • προσβλητός
  • προσβολή
  • προσγελάω
  • προσγίνομαι
  • προσγράφω
  • προσδεκτός
  • προσδέομαι
  • προσδέχομαι
  • προσδέω
  • προσδίδωμι
  • προσδοκάω
  • προσδοκία
  • προσεγγίζω
  • προσεδρεία
  • προσεδρεύω
  • προσεῖδον[/*] aor. of προσοράω
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.